σκονίζω

σκονίζω
σκονίζω, σκόνισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκονίζω — Ν [σκόνη] γεμίζω ή καλύπτω κάποιον ή κάτι με σκόνη, λερώνω με σκόνη …   Dictionary of Greek

  • σκονίζω — σκόνισα, σκονίστηκα, σκονισμένος, γεμίζω κάτι με σκόνη: Σκονίστηκαν τα έπιπλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκόνισμα — το, Ν [σκονίζω] το αποτέλεσμα τού σκονίζω, λέρωμα με σκόνη …   Dictionary of Greek

  • κονίω — (Α) [κόνις] 1. γεμίζω κάτι με σύννεφο σκόνης, καθιστώ κάτι σκονισμένο, καλύπτω με σκόνη, σκονίζω (α. «ἑπτά δ ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», Ομ. Ιλ. β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», Θεόκρ.) 2. προετοιμάζομαι για μάχη 3. (για ίππους ή… …   Dictionary of Greek

  • σκονισμός — ο, Ν [σκονίζω] 1. το σκόνισμα 2. σκόνη, κονιορτός («μ έτοια αντρειά πορπάτει, / οπού βροντές και σκονισμούς κάνει στο μονοπάτι», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”